- ξηρόφωνος
- ξηρό-φωνος, ον,A with a husky voice, Sch.D ll.13.41 ; τὸ ξ., of the twang of a bowstring, Eust.1914.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξηρόφωνος — ξηρόφωνος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει βραχνή φωνή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηρόφωνον η ξηρότητα τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μακρό φωνος] … Dictionary of Greek
ξηρόφωνον — ξηρόφωνος with a husky voice masc/fem acc sg ξηρόφωνος with a husky voice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόφωνοι — ξηρόφωνος with a husky voice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek